Όπως στρώσεις έτσι θα κοιμηθείς, λέει μια παροιμία. Και ως συνήθως αυτά τα λαϊκά αποφθέγματα κρύβουν μεγάλες αλήθειες. Η σημερινή δυσβάστακτη οικονομική επιβάρυνση στα ταμεία των Τοπικών Αρχών που εξυπηρετούνται από το ΧΥΤΥ Λάρνακας – Αμμοχώστου, ήταν μια προδιαγεγραμμένη πορεία για όσους γνωρίζουν έστω και τα βασικά της διαχείρισης των απορριμμάτων στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Και ενώ σε μεγάλο βαθμό είναι αναμενόμενο και αναπόφευκτο ότι το κόστος της ορθής διαχείρισης των απορριμμάτων θα κοστίζει πολύ περισσότερα από τις παλιές χωματερές (που και αυτές κοστίζουν πολλά σε συνεπακόλουθα έξοδα και εξωτερικότητες που όμως δεν φαίνονται ούτε μετριούνται εύκολα), οι λανθασμένες στρατηγικές επιλογές αλλά και ο όλος χειρισμός των τελών απόρριψης, μεγεθύνουν το πρόβλημα.

Για να βάλουμε το πρόβλημα σε απλούς αριθμούς, μέχρι πριν την κατασκευή των ΧΥΤΑ/ΧΥΤΥ, το άμεσο κόστος απόρριψης των σκυβάλων μας σε χωματερές ήταν περίπου 3 – 5 Ευρώ ανά τόνο. Άρα ως κοινωνία που παράγει 500,000 περίπου τόνους απόβλητα το χρόνο, είχαμε ένα άμεσο κόστος απόρριψης ύψους περίπου 2 εκ. ευρώ τον χρόνο. Με τις νέες μονάδες, το κόστος αυτό θα αναδιαμορφωθεί από 3-5 Ευρώ στα 80-100 Ευρώ ανά τόνο, ενώ το συνολικό κόστος ετήσια στα 45,000,000.

Αντίστοιχα, στο επίπεδο του νοικοκυριού, όπου το κάθε νοικοκυριό παράγει περίπου 2 τόνους σκύβαλα ανά έτος, το κόστος απόρριψης διαμορφώνεται από τα 6-10 Ευρώ ανά νοικοκυριό ανά έτος, στα 160 – 200 Ευρώ ανά έτος. Συγκρινόμενη αυτή η αύξηση κόστους απόρριψης με τα υφιστάμενα τέλη σκυβάλων που είναι 100–150 Ευρώ (στους Δήμους τουλάχιστον), ανά νοικοκυριό, σημαίνει άμεσα ανάγκη υπερδιπλασιασμού των τελών που ο καθένας από μας πληρώνει ως τέλη σκυβάλων.

Τι λέει λοιπόν η κοινή λογική σε κάποιον που σκέφτεται πώς να μειώσει αυτό το νέο κόστος που επιβάλλεται με βάση τις προδιαγραφές που πρέπει να ακολουθούμε; Πιστεύω ότι για τον κοινό νου, η λύση είναι είτε να ψάξει αν υπάρχουν τρόποι να μειώσει τα απόβλητα που παράγει, είτε να βρει εναλλακτικούς αλλά αποδεκτούς τρόπους να διαχειριστεί κάποιο μέρος τουλάχιστον από τα απόβλητα του, ή και τα δύο. Αυτό ακριβώς που υποβάλλει η κοινή λογική το προάγει 100% και η ευρωπαϊκή νομοθεσία και πολύ περισσότερο το στηρίζει η ευρωπαϊκή πρακτική.

Η πιο πρόσφατη ευρωπαϊκή οδηγία πλαίσιο για τη διαχείριση των απορριμμάτων (2008/88/EU), καθιστά πρώτα απ’ όλα υποχρέωση των κρατών μελών να εκπονήσουν και εφαρμόσουν πενταετή προγράμματα μείωσης των απορριμμάτων από το 2013. Επιπλέον, δίνει μεγάλη έμφαση στην ανακύκλωση και την εναλλακτική γενικότερα διαχείριση των απορριμμάτων, καθιστώντας την διαλογή στην πηγή υποχρεωτική από το 2015 για το γυαλί, το χαρτί, το πλαστικό και το μέταλλο. Δίδει λοιπόν η οδηγία σαφή κατεύθυνση για τη μείωση των απορριμμάτων που παράγουμε και περαιτέρω, για τη μείωση των απορριμμάτων που απομένουν για διαχείριση μετά την ανακύκλωση.

Με βάση την πρακτική των περισσοτέρων χωρών της Ε.Ε. μάλιστα, η προσπάθεια που γίνεται είναι με φορολόγηση του τέλους απόρριψης στους ΧΥΤΑ και τα άλλα μεγάλα κέντρα διαχείρισης (π.χ. των κέντρων αποτέφρωσης) να καθιστούν αυτά τα κέντρα ακόμη πιο ακριβά από ότι ήδη είναι, θέλοντας να δώσουν κίνητρα στις τοπικές αρχές να βρουν εναλλακτικές λύσεις (ανακύκλωση, κομποστοποίηση) ώστε να φτάνουν τα λιγότερα δυνατόν υλικά σε αυτά τα κέντρα. Στο δε Βέλγιο, τιμωρείται με πρόστιμο κάθε τοπική αρχή που παίρνει προς τελική διάθεση πάνω από μια ποσότητα απορρίμματα (που καθορίζει το κράτος) ανά κάτοικο το χρόνο, ακριβώς για να αναγκάζονται οι τοπικές αρχές να βρίσκουν εναλλακτικές λύσεις.

Στο δικό μας μικρόκοσμο της Κύπρου, οι ενέργειες στις οποίες προβαίνουμε ή δεν προβαίνουμε σε θεσμικό επίπεδο για αυτά τα θέματα, είναι οι ακόλουθες:

  1. Σχεδιάζουμε μεγάλα κέντρα διαχείρισης για τα οποία χρεώνουμε μόνο το κόστος διαχείρισης (όχι και το κόστος της κεφαλαιουχικής επένδυσης) και τα καθιστούμε τεχνητά φθηνότερα από το πραγματικό τους κόστος.
  2. Εξαναγκάζουμε τις τοπικές αρχές να τα χρησιμοποιούν χωρίς παρέκκλιση και αποθαρρύνουμε κάθε ιδιώτη επιχειρηματία να επενδύσει σε εναλλακτικές μορφές διαχείρισης για να μην μας «πειράξει» τις ποσότητες «μας» που θα πάνε στα μεγάλα κέντρα διαχείρισης.
  3. Αποθαρρύνουμε μέσα από τους όρους των συμβάσεων τις τοπικές αρχές από το να μειώσουν ουσιαστικά τα απορρίμματα τους (εξ’ ου και οι εγγυήσεις επί των εισερχόμενων ποσοτήτων απορριμμάτων προς τους εργολάβους διαχείρισης των μονάδων).
  4. Αποθαρρύνουμε και την ουσιαστική αύξηση της ανακύκλωσης αφού επιβάλλουμε ποινές στις τοπικές αρχές αν μειωθούν ουσιαστικά τα ανακυκλώσιμα υλικά που μπαίνουν με τα μεικτά απορρίμματα στις μονάδες. Άρα προάγουμε τη μεικτή συλλογή παρά τη διαλογή στην πηγή, παρά τη νομική μας υποχρέωση για το αντίθετο.
  5. Δεν γίνεται καμία νύξη στην κοινωνία ούτε προγραμματισμός για την μείωση των απορριμμάτων που παράγουμε, παρά το ότι είναι και αυτό ευρωπαϊκή υποχρέωση μας.
  6. Αφήνουμε να λειτουργούν ουσιαστικά σχεδόν δωρεάν οι υφιστάμενες χωματερές δυσκολεύοντας αφάνταστα την μετάβαση σε εναλλακτικές μορφές διαχείρισης των υλικών αφού δεν δημιουργούμε κανένα κίνητρο για κάτι τέτοιο και μεγαλώνουμε έτσι το χάσμα στο κόστος της μετάβασης από τις χωματερές στα κέντρα διαχείρισης, για τον πολίτη.
  7. Υποτιμούμε ηθελημένα τις προοπτικές μείωσης των απορριμμάτων με την ανακύκλωση και την κομποστοποίηση που θα πηγαίνουν στα νέα κέντρα διαχείρισης που σχεδιάζονται, ώστε να τα κάνουμε ακόμη μεγαλύτερα (ακόμη ακριβότερα δηλαδή), ή για να τα κάνουμε οικονομικά βιώσιμα.

Γιατί μας εντυπωσιάζει λοιπόν το αυτονόητο; Γιατί μας φαίνεται παράξενο που το κόστος φαίνεται δυσθεόρατο; Έτσι στρώνουμε έτσι θα κοιμηθούμε.

Οι τοπικές αρχές της Κύπρου δεν έχουν ουσιαστικά πολλές επιλογές, παρά έστω και από μόνες τους να φροντίσουν να λύσουν μέρος του προβλήματος που έρχεται και να περιορίσουν το μεγάλο κόστος που θα επωμισθούν. Ακόμη και αν αυτό είναι σε αντίθεση με τις πιο πάνω προωθούμενες πολιτικές.

Γιατί πλέον ξέρουμε όλοι ότι όταν θα έχουμε το οικονομικό πρόβλημα ως τοπικές αρχές το κράτος δεν θα μπορεί να μας το λύσει αφού έχει τα δικά του ελλείμματα. Και οι επιλογές που προσφέρονται είναι οι ακόλουθες:

Α. Ενίσχυση των προγραμμάτων ανακύκλωσης με τη διαλογή στην πηγή. Το θέμα δεν είναι πλέον μόνο οικολογικό, αλλά καθίσταται εξόχως οικονομικό.

Β. Δημιουργία ή αξιοποίηση προγραμμάτων κομποστοποίησης κλαδεμάτων και άλλων κηπευτικών απορριμμάτων τοπικά ή/και περιφερειακά.

Γ. Δημιουργία προγραμμάτων οικιακής κομποστοποίησης για τα οικιακά οργανικά απορρίμματα.

Δ. Επιβολή τέλους σε υφιστάμενες χωματερές άμεσα (έστω και 30-50 Ευρώ/τόνο), ώστε να προωθηθούν οι εναλλακτικές μορφές διαχείρισης.

Ε. Εφαρμογή δίκαιων προγραμμάτων φορολόγησης των σκυβάλων με βάση το Πληρώνω όσο Πετώ (Pay as you Throw).

Τέτοιες πρωτοβουλίες, μπορούν με τη σωστή προώθηση τους να επιφέρουν μειώσεις του κόστους που τελικά θα επωμισθούμε για τους ΧΥΤΑ/ΧΥΤΥ τουλάχιστον κατά 50%. Φτάνει να κινηθούμε έγκαιρα και με επιμονή.

Επειδή λοιπόν οι τοπικές αρχές δεν εκλέγονται μόνο για να παρακολουθούν τα τεκταινόμενα ως απλοί θεατές και επειδή έχουμε υποχρέωση πρώτα απ’ όλα εμείς να προστατεύουμε τους δημότες μας στο μέτρο που είναι δυνατόν από μία ακόμη σημαντική επιβάρυνση, πρέπει να δράσουμε τώρα, πριν να είναι αργά. Συν Αθηνά και χείρα κίνει λοιπόν!

Κυριάκος Παρπούνας
Δημοτικός Σύμβουλος Λατσιών
Γενικός Διευθυντής Green Dot (Cyprus) Public Co Ltd