Αποτελεί γεγονός ότι η στρατηγική που υλοποιούμε ως κράτος για τη διαχείριση των στερεών απορριμμάτων έχει τις ρίζες της…

Αποτελεί γεγονός ότι η στρατηγική που υλοποιούμε ως κράτος για τη διαχείριση των στερεών απορριμμάτων έχει τις ρίζες της σε μια μελέτη από ξένους και Κύπριους εμπειρογνώμονες που έγινε το 1992 και επικαιροποιήθηκε από τους ίδιους το 1999. Έκτοτε έχουν αλλάξει πολλά. Και από πλευράς τεχνολογίας αλλά κυρίως από πλευράς νομοθεσίας αφού στην πορεία η Κύπρος εντάχθηκε στην Ε.Ε. και έχει πλέον ένα εντελώς διαφορετικό θεσμικό πλαίσιο.

Αυτά τα γεγονότα που επεσυνέβησαν στην πορεία του χρόνου δεν ήταν και δεν είναι δυνατόν να αφήσουν την στρατηγική μας αναλλοίωτη. Η ανάγκη να υποβάλουμε μια ολοκληρωμένη στρατηγική διαχείρισης η οποία να συνάδει με την Ευρωπαϊκή νομοθεσία και να εγκριθεί από την Ε.Ε., μας οδήγησε σε περιοδικές επικαιροποιήσεις της στρατηγικής αυτής σε συνεργασία με το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Αθηνών.

Οι δραματικές αλλαγές όμως που επέβαλαν οι εξελίξεις στην τεχνολογία, η εντελώς νέα νομοθεσία και οι ευρωπαϊκές μας υποχρεώσεις και η εξέλιξη στις αγορές ενέργειας για την Κύπρο, δεν μπορεί παρά να οδηγήσουν σε μια εκ βάθρων αναδόμηση της στρατηγικής μας. Πρέπει όλα να αξιολογηθούν από την αρχή.

Αντί αυτού όμως, η επικαιροποίηση της στρατηγικής μας αναπαρήγαγε ένα κατακερματισμένο μοντέλο διαχείρισης στο οποίο προστέθηκαν ακριβά συμπληρωματικά εργοστάσια διαχείρισης για συγκεκριμένες κατηγορίες απορριμμάτων επιχειρώντας να καλύψουμε χωρίς ολοκληρωμένο επανασχεδιασμό τις υποχρεώσεις εναλλακτικής διαχείρισης συγκεκριμένων ρευμάτων που μας επιβάλει η Ευρωπαϊκή Νομοθεσία.

Και πιο συγκεκριμένα. Η βασική στρατηγική του 92-99 βασιζόταν στην υγειονομική ταφή των απορριμμάτων. Μια διαδικασία που τότε ήταν στο προσκήνιο, ήταν σχετικά φθηνότερη από άλλες πιο πολύπλοκες μεθόδους διαχείρισης, και ήταν πολύ καλύτερη από τις χωματερές που χρησιμοποιούμε δυστυχώς ακόμη και σήμερα. Και σε αυτή λοιπόν την παλιά στρατηγική υπήρχε μια σημαντική υπέρβαση. Ενώ η Κύπρος με τα μεγέθη που έχει μπορούσε να εξυπηρετηθεί (με τη χρήση και σταθμών μεταφόρτωσης για αποδοτική μεταφορά των απορριμμάτων) με ένα κεντρικό χώρο υγειονομικής ταφής (ΧΥΤΑ), έγινε πρόταση για 4 επαρχιακούς ΧΥΤΑ με το σκεπτικό ότι κανένας δεν θα δεχόταν κοντά του ένα χώρο για όλα τα απορρίμματα της Κύπρου. Αυτή από μόνη της η πρόταση ήταν ιδιαίτερα σπάταλη και πολλαπλασίασε το πρόβλημα χωροθέτησης ενός μεγάλου ΧΥΤΑ επί τέσσερα. Και αυτό το ζήσαμε έντονα με τα επεισόδια της Κόσιης σχετικά πρόσφατα.

Στη συνέχεια όμως, οι νέες νομοθεσίες και υποχρεώσεις που επέβαλε η ένταξη μας στην Ε.Ε. έκανε το μοντέλο μας όχι μόνο πολύ πιο σπάταλο, αλλά και ιδιαίτερα παράδοξο. Οι παραδοσιακοί λοιπόν ΧΥΤΑ των 10 εκατομμυρίων ευρώ κόστος κατασκευής έκαστος, μετατράπηκαν σταδιακά σε κέντρα διαχείρισης κόστους 40-50 εκατομμυρίων ευρώ ύψους επένδυσης, ή συνολικά σε στρατηγική των 200 και πλέον εκατομμυρίων ευρώ με ένα μεγάλο λειτουργικό κόστος. Αλλάξαμε και το όνομα των κέντρων από ΧΥΤΑ σε ΧΥΤΥ με ένα νέο ελληνικής παραγωγής όρο (Χώρος Υγειονομικής Ταφής Υπολειμμάτων) και θεωρούμε ότι λύσαμε το πρόβλημα.

Και το κακό δεν είναι που μπήκαμε στην ολοκληρωμένη διαχείριση των απορριμμάτων. Αυτό είναι αναγκαίο με βάση τις νομοθεσίες που πρέπει να εφαρμόσουμε. Το κακό είναι ότι το κάναμε αποσπασματικά και άγαρμπα. Αγνοώντας πολλές από τις εξελίξεις στην τεχνολογία. Αγνοώντας ότι το μοντέλο των 4 κέντρων ήταν ακριβό και σπάταλο και στην πορεία έγινε ακόμη πιο ακριβό και παράδοξο με της προσθήκες των επιπλέον εργοστασίων. Και κυρίως μη λαμβάνοντας υπόψιν και τα φλέγοντα θέματα της ενέργειας. Ενέργεια που σε ένα νησί χωρίς ενεργειακούς πόρους κοστίζει πολλά όποιο και αν είναι το συμβατικό καύσιμο που χρησιμοποιείται. Αγνοώντας ακόμη και το γεγονός ότι έχουμε και υποχρεώσεις παραγωγής ενέργειας από εναλλακτικές (ανανεώσιμες) πηγές ενέργειας. Και οι 550,000 τόνοι απορρίμματα που παράγουμε είναι μια μεγάλη ανανεώσιμη πηγή ενέργειας για να την αγνοούμε με αυτό τον τρόπο.

Αντί λοιπόν να τα βάλουμε όλα κάτω και να δούμε εκ βάθρων την στρατηγική μας, εν μέσω της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης, πάμε να επενδύσουμε 200 τουλάχιστον εκατομμύρια ευρώ και να δεσμευτούμε για άλλα τόσα για δέκα χρόνια (χρησιμοποιώντας πραγματικούς αριθμούς από την μονάδα στην Κόσιη). Και με βάση τις επιλογές που έγιναν στην Κόσιη προκύπτουν τα εξής δεδομένα:

1.Έχουμε ένα κέντρο διαχείρισης που θα παράγει ανακυκλώσιμα υλικά με διαλογή από ανάμεικτα απορρίμματα τα οποία είναι αμφίβολο αν θα μπορούν να διατεθούν στην διεθνή αγορά (λόγω καθαρότητας και χαμηλής ποιότητας).

2.Θα παράγουμε κομπόστο από ανάμεικτα οργανικά απορρίμματα το οποίο σχεδόν όπου δοκιμάστηκε ως διαδικασία δεν παρήγαγε εδαφοβελτιωτικό υλικό για τη γεωργία λόγω παρουσίας βαρέων μετάλλων, αλλά υλικό επικάλυψης για τις χωματερές.

Και όταν ρωτήσει κάποιος τους αρμοδίους τι θα κάνουμε αν τελικά τα δύο πιο πάνω υλικά (σημειωτέον ότι αποτελούν μαζί το 70% τουλάχιστον των απορριμμάτων μας) δεν μπορούν να διατεθούν για τον σκοπό που σχεδιάστηκαν (εμπορία για τα ανακυκλώσιμα και γεωργία για το κομπόστο), η απάντηση είναι ότι τότε μπορεί να κάνουμε μονάδα και να τα καίμε να παράγουμε ενέργεια.
Και το αμείλικτο ερώτημα προκύπτει. Καλά και χρειάζεται να επενδύσουμε 200 εκατομμύρια ευρώ και να δεσμευτούμε με άλλα τόσα ως λειτουργικά κόστη στα επόμενα 10 χρόνια για να καταλήξουμε στο αυτονόητο; Ότι δηλαδή σε ένα νησί με ψηλές ενεργειακές ανάγκες και ψηλό ενεργειακό κόστος τα απορρίμματα πρέπει να τα δούμε πρωτίστως ως πηγή ενέργειας. Και υπάρχουν διάφοροι τρόποι και τεχνολογίες να γίνει αυτό οι οποίες είναι ασφαλείς, είναι αποδεκτές και χρησιμοποιούνται στα κέντρα των μεγαλύτερων πόλεων της Ευρώπης.

Και ότι δεν μπορούμε την ίδια ώρα να αγνοούμε ότι στο νησί κτίζεται ένα νέο εργοστάσιο παραγωγής τσιμέντου που με τη διαδικασία της συναποτέφρωσης μπορεί να διαχειριστεί με ασφάλεια 150,000 τόνους απορριμμάτων το χρόνο και το οποίο αν δεν το αξιοποιήσουμε θα καίει, είτε συμβατικά καύσιμα, είτε τα απορρίμματα των Ιταλών και δεν ξέρω και ποιων άλλων.

Δεν μπορούν λοιπόν τα απορρίμματα παρά να μπουν στον ενεργειακό χάρτη της Κύπρου. Και δεν μπορεί παρά να τύχει επανασχεδιασμού η στρατηγική μας σήμερα με αυτό το δεδομένο. Αλλιώς το κόστος θα είναι δυσβάστακτο αν θα υποχρεωθούμε μετά από τις τεράστιες επενδύσεις σε άλλες υποδομές να καταλήξουμε μετά από 5 χρόνια στην ανάγκη για ενεργειακή αξιοποίηση των απορριμμάτων. Και αν καταλήξουμε σε αυτό, θα πληρώσουμε δύο φορές τη νύφη. Και θα είναι και πανάκριβη νύφη.

Το ενεργειακό δυναμικό των απορριμμάτων της Κύπρου (με πολύ χονδρικούς υπολογισμούς) και αφού διαχωριστούν στην πηγή τα υλικά που πρέπει και μπορούν να ανακυκλωθούν, είναι της τάξης των 30-40 MW ηλεκτρισμού το χρόνο με μια επένδυση σε αποτεφρωτήρα της τάξης των 150 εκατομμυρίων ευρώ σε ένα κεντρικό σημείο με τη χρήση σταθμών μεταφόρτωσης για την αποδοτική μεταφορά των απορριμμάτων.

Αν από αυτά αφαιρεθούν 150,000 τόνοι που μπορεί να αξιοποιήσει η τσιμεντοβιομηχανία χωρίς μεγάλες επιπλέον επενδύσεις τότε μπορούμε να μιλούμε για 100-120 εκατομμύρια ευρώ επένδυση και 20-25 MW ενέργεια.
Είναι λοιπόν τώρα η περίοδος που πρέπει να κάτσουμε και νοικοκυρεμένα να σχεδιάσουμε μια στρατηγική αξιοποίησης των απορριμμάτων βάζοντας όλα τα δεδομένα κάτω. Αξιολογώντας όλες τις νομοθεσίες και τις τάσεις για τη διαχείριση των απορριμμάτων στην Ε.Ε..

Και αυτό πρέπει να γίνει αφήνοντας πίσω μας το γεγονός ότι η Α κατηγορία απορριμμάτων είναι ευθύνη του ενός Υπουργείου, η Β του άλλου Υπουργείου και η ενέργεια κάποιου άλλου Υπουργείου. Χρειάζονται συντονισμένες ενέργειες.

Κυριάκος Παρπούνας

Γενικός Διευθυντής

GreenDot(Cyprus) Public Co LTD